Μετά το τέλος του καλοκαιριού, άλλη μια σχολική χρονιά ξεκινά.
Για τα παιδιά που θα πάνε στην επόμενη τάξη, αλλά και γι’ αυτά που θα έρθουν για πρώτη φορά σε επαφή με το περιβάλλον του σχολείου. Πολλά από αυτά, ως «πρωτάκια» θα βιώσουν νέους κοινωνικούς δεσμούς-πέρα από αυτούς που αναπτύσσονται στη θαλπωρή της οικογένειας.
Τα πρωτάκια είναι συνήθως ενθουσιασμένα με την ιδέα του σχολείου, παρόλο που δεν έχουν πλήρη συνείδηση της μετάβασης που τους περιμένει. Το ξεκίνημα του σχολείου οδηγεί όλα τα παιδιά σε μια νέα τάξη πραγμάτων, σε νέες καταστάσεις. Πρέπει το καθένα να μάθει να αποχωρίζεται για λίγο τους γονείς του και να προσαρμοστεί σε ένα νέο πλαίσιο, να κοινωνικοποιηθεί στην τάξη, να ξεπεράσει σχολικές δυσκολίες που μπορεί να προκύψουν κατά τη διάρκεια επαφών με τους συνομιλήκους του, τους δασκάλους και τους καθηγητές του.
Από το δημοτικό στο γυμνάσιο…
Τα παιδιά που αλλάζουν εκπαιδευτική βαθμίδα, δηλαδή από το Δημοτικό στο Γυμνάσιο, ή από το Γυμνάσιο στο Λύκειο, βιώνουν έντονα το άγχος της έναρξης της σχολικής χρονιάς, αφού δεν ξέρουν τι θα αντιμετωπίσουν στο καινούριο περιβάλλον. Οι απαιτήσεις μεγαλώνουν και οι δυσκολίες πολλαπλασιάζονται. Το νέο σχολικό περιβάλλον προϋποθέτει ένα διαφορετικό τρόπο ζωής, με περισσότερες υποχρεώσεις, λιγότερο ελεύθερο χρόνο και περισσότερη μελέτη. Ειδικά για τα παιδιά που ολοκληρώνουν το Γυμνάσιο, πρόκειται για μια μετάβαση είτε στην επόμενη εκπαιδευτική βαθμίδα, το Λύκειο, με σκοπό την συνέχιση των σπουδών τους είτε την εισαγωγή τους στην αγορά εργασίας, αν δεν συνεχίσουν τις σπουδές τους.
Η περίοδος αυτή είναι σημαντική, γιατί ο μαθητής ή η μαθήτρια πρέπει να πάρει σημαντικές αποφάσεις για το μέλλον του/της και να προετοιμαστεί κατάλληλα για την υλοποίηση τους. Οι μαθητές έχουν την ευκαιρία να διερευνήσουν πολλά θέματα που αφορούν τον εαυτό τους, την γνωριμία τους με τον κόσμο της εργασίας και τη λήψη αποφάσεων.
Το άγχος των γονιών και των παιδιών
Οι γονείς των παιδιών ανησυχούν για το αν το παιδί θα καταφέρει να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα, αν η μετάβαση θα είναι ομαλή και αν είναι έτοιμο να την πραγματοποιήσει. Ο ρόλος των εκπαιδευτικών είναι ιδιαίτερα σημαντικός σ’ αυτό το στάδιο, καθώς χρειάζεται να δείχνουν την διαθεσιμότητα τους στους μαθητές και να συζητούν μαζί τους τις ανησυχίες τους. Οι ίδιοι αισθάνονται ότι έχουν αυξημένες ευθύνες για την ομαλή προσαρμογή των μαθητών τους στο νέο σχολικό περιβάλλον και φροντίζουν με διάφορους τρόπους να τους την εξασφαλίσουν. Προετοιμάζουν τους μαθητές τους γνωστικά και συναισθηματικά μέσα από την διδασκαλία, προσπαθούν να γεφυρώσουν το χάσμα ανάμεσα στις βαθμίδες εκπαίδευσης δίνοντας χρόνο στους μαθητές να ενταχθούν στην καινούρια τάξη.
Το άγχος της μετάβασης
Πολλά παιδιά προσαρμόζονται ομαλά ενώ ένα σημαντικό ποσοστό παιδιών δεν μπορεί να διαχειριστεί ικανοποιητικά ούτε να αξιοποιήσει δημιουργικά τις νέες απαιτήσεις και προκλήσεις, με αποτέλεσμα να βιώνει αρνητικές εμπειρίες και άγχος. Τα παιδιά αυτά αντιμετωπίζουν διάφορες δυσκολίες, όπως απροθυμία ή άρνηση στο να πάνε σχολείο, διαταραχές στον ύπνο, πόνους στο στομάχι ή ξεσπάσματα θυμού. Αυτά τα συμπτώματα μπορεί να οφείλονται στο άγχος εξαιτίας της προσπάθειας που κάνουν, ώστε να αντιμετωπίσουν τις καινούριες προκλήσεις στη ζωή τους και να προσαρμοστούν στις νέες σχολικές απαιτήσεις. Ας μη ξεχνάμε πως κάθε άνθρωπος διαθέτει διαφορετικούς μηχανισμούς προσαρμογής σε νέες καταστάσεις και διαφορετικών ειδών ευαισθησίες, που είναι αδύνατο να προβλέψει κανείς πότε και με ποιον ακριβώς τρόπο αναμένεται να εκδηλωθούν.
Τέτοιες αντιδράσεις δημιουργούν εύλογα προβληματισμό και ανησυχία στους καθηγητές και τους γονείς. Σε κάθε περίπτωση, όταν οι καθηγητές παρατηρήσουν κάποια συμπεριφορά του μαθητή στο σχολείο που τους ανησυχεί, πρέπει να έρθουν σε επαφή με τους γονείς των παιδιών ή με ειδικό ψυχικής υγείας.
Οι προβληματισμοί των παιδιών που μεταβαίνουν από το Δημοτικό στο Γυμνάσιο ή από το Γυμνάσιο στο Λύκειο προσδιορίζουν τόσο τους γνωστικούς όσο και τους συναισθηματικούς παράγοντες αυτής της αλλαγής. Αυτή η περίοδος συμπίπτει με την εφηβεία, η οποία αποτελεί από μόνη της μια μεταβατική φάση από την παιδική ηλικία προς την ενηλικίωση. Πρόκειται για μια εξελικτική περίοδο, κατά την διάρκεια της οποίας συμβαίνουν πολλές βιολογικές και συναισθηματικές αλλαγές. Ο έφηβος μαθητής κατακλύζεται από έντονα και ευμετάβλητα συναισθήματα, που συχνά αδυνατεί στην πληρότητά τους να κατανοήσει. Συχνά γίνεται επιθετικός, ιδιαίτερα απέναντι στους γονείς και στους καθηγητές του, δοκιμάζοντας μ’ αυτόν τον τρόπο την αντοχή τους αλλά και το πώς αυτοί θα αντιδράσουν σε αυτήν την προσπάθεια.
Ταυτόχρονα ίσως αναπολεί την παιδική του ηλικία, επιστρέφοντας σε παλιότερες συμπεριφορές, αναζητώντας τη θαλπωρή και την τρυφερότητα που είχε, όταν ήταν παιδί. Εύκολα καταλαβαίνουμε ότι οι δύο αυτές αντιφατικές ανάγκες δυσκολεύουν τους εφήβους, οι οποίοι καταβάλουν προσπάθεια να αποχωριστούν τους γονείς, την παιδικότητα τους καθώς και να προσαρμοστούν στις νέες απαιτήσεις του σχολείου.